-
1 ὑπολισθάνω
A slip or slide slightly, Hp. Art.5, Poll.2.15: metaph.,ὑ. εἰς ὕπνον Ael.VH2.35
;εἰς τὰς τερψεις Luc.Dem.Enc.12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολισθάνω
-
2 απολισθαινω
атт. ἀπολισθάνω1) выскальзывать, скользить(ἀ. καὴ οὐκ ἔχειν ἀντιλαβήν Thuc.)
2) соскальзывать, выскальзывать, сваливаться Arph., Arst.3) ускользать, отделываться(τινός Plut.)
4) впадать, вовлекаться(εἰς τὰς τέρψεις Luc.)
5) быть косноязычным
См. также в других словарях:
καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… … Dictionary of Greek